- εναροκτάντας
- ἐναροκτάντας, ο (δωρ. τ. αντί ἐναροκτάντης) (Α) [έναρα + κτείνω]1. αυτός που σκοτώνει και σκυλεύει2. ο ανδροφόνος, ο φονεύων άνδρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναροκτάντας — ἐναροκτάντᾱς , ἐναροκτάντας spoiler and slayer masc acc pl ἐναροκτάντᾱς , ἐναροκτάντας spoiler and slayer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)